Βιογραφικό, Εκθέσεις, Δημοσιεύσεις.



Ο Νίκος Νικολάου είναι εικαστικός.Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1955.
Πργματοποίησε  πολυετείς ιδιωτικές σπουδές στα εικαστικά, με κυριότερη τη μαθητεία στα εργαστήρια του ζωγράφου  Σπύρου Σώκαρη και του γλύπτη Διονύση Γερολυμάτου.
Ζει και εργάζεται στην Πάτρα.


ΕΚΘΕΣΕΙΣ:
1985. Gallery Μορφές, Πάτρα  (ατομική).
1988. Gallery Μορφές. Πάτρα
1996. Gallery Hercules. Πάτρα 
(ατομική)
1999. Μηνύματα σε μπουκάλια, performance, Κάστρο Ρίου ( με  Alessandro de Martino και Ελευθεριά Αλεξανδράτου).
2000. Βαλκανική συνάντηση εικαστικών, Κάστρο Ρίου (ομαδική).
2000. Αίθουσα Τέχνης Ζέρβας. Ρίον 
(ατομική)
2001. Παλαιό δημοτικό Νοσοκομείο, Πάτρα (ομάδα Θέασις).
2002. Αίθουσα Τέχνης Αέναον, Αθήνα (ομαδική).
2002. Παλαιά Δημοτικά Σφαγεία, Πάτρα (ομάδα Θέασις).
2004. Αίθουσα Τέχνης Ζέρβας. Πάτρα
  (ατομική)
2009. Ποικίλη Στοά. Πάτρα (ομαδική).
2010. Κάστρο Ρίου (ομαδική)
2016, Δημοτικά λουτρά Πάτρα (ομαδική).
2016, Αγορά Αργύρη, Πάτρα (ομαδική).
2017. Αγορά  Αργύρη, "Απο τον Ικαρο στον Αρχάγγελο" (ομάδα 4Art+).
2018. Αγορά Αργύρη. "Πάτρα, η πόλη"  (oμαδα 4Art+)
2018. Πολύεδρο Πάτρα
  (ατομική)
2019  Vali Gallery, Ιθάκη, Paint the lyric (ομαδική).
2019  Πολύεδρο Πάτρα, "Το μπλέ της θάλασσας και του ουρανού" (ομαδική) 
2020  Vali Gallery, Ιθάκη, Paint the lyric II  (ομαδική).
2021  Vali Gallery, Ιθάκη, Paint the lyric IΙI  (ομαδική).
2022  Ιθάκη. Paint the lyric IV (ομαδική). 
2023 Πολύεδρο Πάτρα. Εικαστικές προσεγγίσεις (ομαδική)
2024 Πολύεδρο Πάτρα (ατομική)
 

«Εικόνες από μια Έκθεση» – Προσέγγιση στα έργα ζωγραφικής του Νίκου Νικολάου 

Του Δημήτρη Παπανικολάου, μέλους της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου

 «Άχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ

Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω»

Οδυσσέας Ελύτης, Τα ελεγεία της Οξώπετρας

 Αν «η αρχιτεκτονική είναι μια παγωμένη μουσική»,1 τότε η αρχιτεκτονική του χρώματος, που έχει κτιστεί σε αυτόνομους πυρήνες, έλκει το βλέμμα και δεικνύει ως σημειολογία, έναν τρόπο ερμηνείας των αποτυπωμένων μηνυμάτων στον χώρο και τον χρόνο. Ο Νίκος Νικολάου, πρωτοποριακός δημιουργός και πιστός λειτουργός της τέχνης του καμβά, -με επιρροές από τα μοντέρνα κινήματα και σε διαρκή συνομιλία με το έργο των μεγάλων ζωγράφων,- μορφοποιεί με των χρωμάτων την ηχώ και των αισθήσεων το νόμο, τα σχήματα των εμπνευσμένων του θεμάτων. Με τα αφαιρετικά του έργα, ως «ατέρμονα πεδία»2 και τις ασπρόμαυρες συνθέσεις του, ως σιωπηλή ενατένιση και θέαση εαυτού, εκφράζει το ονειρικό και φευγαλέο, απαντώντας στην υπαρξιακή αγωνία του δρώντος υποκειμένου.

Όπως ο Modest Mussorgsky και o Maurice Ravel, κορυφώνουν τη μουσική τους από μοτίβο σε μοτίβο και με του ρυθμού την ακολουθία, αναπτύσσουν επαναληπτικά τη μελωδία σε ολοκληρωμένο έργο, έτσι και ο Νίκος Νικολάου, δομεί τα σχέδια σε κλίμακα χρωματική, αποδίδοντας την ενορατικά εκπεμπομένη και ανοδικά μεγεθυμένη εικόνα, σε μορφή και περιεχόμενο. Με επιζωγραφίσεις γήινων χρωματικών αποχρώσεων, ενσωματώνει στοιχεία σήμανσης χρηστικών επιφανειών, σε πολύσημα μηνύματα επικοινωνίας, μετατρέποντας «κομμάτια κι αποσπάσματα»3 ενός θρυμματισμένου σύμπαντος, κυβιστικών και εξπρεσιονιστικών αναφορών, σε νέες  νοηματοδοτήσεις. Με επινοητικότητα, μετασχηματίζει και αναδημιουργεί ένα κόσμο ονειρικής πανδαισίας, με επάλληλες χρωματικές φόρμες «ανεπίγνωστης ωραιότητος».4 Στοχάζεται και θυμοσοφεί, με τη ρυθμική αλληλουχία των χρωμάτων, που σαν παλίμψηστο αποκαλύπτει και φανερώνει, τη χωροχρονική διάσταση των κρυφών νοημάτων. Με ταπεινότητα δηλοί τη μοναχική του πορεία, σ’ ένα κλυδωνιζόμενο και διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, διασώζοντας, με το κατακτημένο ύφος και ήθος, την ιδιοπροσωπία του. Η μορφοποίηση ιδεών και εννοιών, σε συνθέσεις υποβολής, αντανακλούν την ένταση των συναισθημάτων του και της συμπυκνωμένης έκφρασης, δίδοντας, με ποιητικό στοχασμό, απαντήσεις στο αίνιγμα της ύπαρξης.

 
 
 
 
Μια… «συνομιλία» με την έκθεση του Νίκου Νικολάου στο Πολύεδρο της Μαίρης Σιδηρά.
 
Ο Νίκος Νικολάου μεταφέρει την αίσθηση των εγκαταστάσεων της contemporary art στη μικροκλίμακα του πίνακα. Κι αυτό διότι σε όλους τους πίνακές του ένας υπονομευμένος από τον ίδιο ρεαλισμός αποδίδει γειτονιές εμπράγματου χάους, σχεδόν αποδοσμένες με τις εν χώρω ιδιότητές τους. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη παράθεση χαρτόκουτων, ελληνικών σημαιών, ξυλοκιβώτιων, ξέφτια από πηχυαίους τίτλους, κ.ά., όλα έχοντα, το πάλαι ποτέ, αξία χρηστική, ίσως και συναισθηματική ή και άλλου τύπου ιδεολογική σήμανση, εκτεθειμένα πλέον στη φθορά και σε μια αναγκαστική συνύπαρξη στον πίνακα και στο βλέμμα μας. Αν και οι πρωτοπορίες, προπάντων οι ντανταϊστές, πολλά έδωσαν στην εικαστική καθαγίαση ασύμβατων μεταξύ τους αντικειμένων, αλλογενών, θα λέγαμε, ωστόσο οι καταγωγικές αρχές –που δεν είναι και οι μόνες- δεν αρκούν για την κατάδειξη του ιδιώματος μιας μανιέρας αναγνωρίσιμης κι ωστόσο ρευστής, ακατάταχτης στην προσωπική της συνομιλία με τον εαυτό και τους θεατές της. Η πινελιά του Ν. Νικολάου, πάντως, ομοιάζει άλλοτε δουλεμένη σαν καλοστρωμένη ελαιογραφία και άλλοτε ανήσυχη, σαν να τη σπρώχνει ένας εξπρεσιονιστικός άνεμος.
Όλα χωνεμένα σε ένα προσωπικό αλφάβητο, από τη χρωματική κλίμακα έως τη θεματική εμμονή. Το καινοφανές μες απ’ την επανάληψη στοιχειώνει τον ζωγράφο και παροξύνει βασανιστικά τις αναζητήσεις του. Η χρωματική του κλίμακα ανασύρει τα γεώδη χρώματα σαν γενική εντύπωση, υποβάλλοντας την ψευδαίσθηση του απτού, μια λεία, για παράδειγμα, επιφάνεια χαρτόκουτου, αντικείμενα παλαιωμένα, σεσημασμένα από τον καιρό και την αχρησία τους, που εντός του εμφωλεύονται φωτογραφίες προγόνων, ευανάγνωστες φράσεις ala conseptual art (διαβάζουμε ξεκάθαρα, για παράδειγμα, με άσπρη μπογιά σε έναν πίνακα «Art»), κ.ά. – ωσάν τη ζωή που ταξιδεύει, σημαδεμένη απ’ την απώλεια, όπως κάθε ζωή, ώσπου ν’ αναχθεί, όντας ο χαώδης εαυτός της, στην τάξη της εικόνας. Ανασύρουμε ράκη ρούχων, πίνακες εντός πινάκων, ένας, π.χ., με φεγγάρι μεγάλο, προβεβλημένο ως πίνακας εν πίνακα, σημαίες πολλαπλασιασμένες, ζωγραφισμένες φωτό (όχι κολλάζ) πάντα με σάπια ροζ, κόκκινα που στάζουν ένα δραματικό παρελθόν, την τελευταία του στεγνού αίματος μορφή, μνησιπήμων ζωγραφική, τρεφόμενη απ’ τις χαμένες σάρκες της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας. «ΕΥΦΛΕΚΤΟΝ» διαβάζουμε, «ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ» διαβάζουμε, καθώς η τέχνη του Νικολάου συσκευάζει πια τοπία, θολά εξπρεσιονιστικά είδωλα μιας, για παράδειγμα, «πράσινης» μνήμης, με τα φαράγγια και τις πλαγιές που κάποτε διαβήκαμε. Ένα ταξίδι σε ακινησία, στο πλαίσιο μιας ζωής, μιας χώρας, μιας αμετάκλητα διαμαρτυρόμενης ανάμνησης που όλο επανέρχεται.
Επανερχόμαστε ωστόσο κι εμείς στη χρωματική κλίμακα του ζωγράφου για να σημειώσουμε το εξής: Η προαναφερόμενη χρωματική εντύπωση μιας άπλετης ώχρας, σπα στα εξ ων συνετέθη, ύστερα από απειροελάχιστο χρόνο. Εντός ή πέριξ ενός αποθηκευτικού και κάποτε ταξιδιωτικού μέσου ή της υπόνοιας αυτού (κιβώτια και χαρτοκούτια), κοχλάζουν άγρια μπλε, βαθιά βυσσινιά, του λευκού η σκανδαλώδης παρουσία, καθώς με την απολυτότητά του γεωμετρεί, καθιερώνει αναπάντεχες δομές ή συνθέτει «καθαρτήρια» ξέφωτα, κρατώντας μακριά τη σκόνη ενός ισχυρά υπονοούμενου ταξιδιού.
Αν και η συμβολική ανάγνωση θέλγει την πρόσληψή μου, η ζωγραφική του Ν. Νικολάου δεν αποκωδικοποιείται με αναγωγές. Συγχρόνως ακόλουθος και ανακόλουθος της πραγματικότητας, εξαίρει και αποδομεί κάθε ανάγνωση. Ομοιάζει η εν λόγω ζωγραφική με παραδοτέο υλικό που μέσα από ταξίδι μεγάλο, δυσεπίτευκτο έφτασε, με όλη τη σκόνη και τη λαμπρότητα του χρόνου στο σώμα της, στον προορισμό της.
Μπορούμε ακόμη να μιλήσουμε για μια «πεζολογική» κυρίως αξιοποίηση των τιμαλφή που συγκεντρώνει το πολυετές αυτό ταξίδι, μια ήσυχη έμφαση στον κόσμο του περιττού, των πραγμάτων, των οικιακών συνηθειών που αθόρυβα ράβουν το μεγαλύτερο μέρος του βίου με την ψυχή μας. Κι επιπλέον να μιλήσουμε για μια μετωνυμική σχέση των πινάκων με τη ζωή, ωσάν καθείς από αυτούς τους πίνακες με την ταχυδρομική ούγια, κιβώτια με άτακτο υλικό προς παράδοση, ωσάν, λοιπόν ο κάθε πίνακας να γίνεται ο προορισμένος του εαυτού του, έτσι όπως απεικονίζει μια παράδοση – σύνθεση στοιβαγμένων και αναρχικά αποδοσμένων παραδοτέων.
Το δεύτερο μέρος της έκθεσης αποτελούν αισθητά μικρότεροι ασπρόμαυροι τετράγωνοι πίνακες, καμωμένοι με μολύβι, μελάνι και παστέλ, οι οποίοι δημιουργούν ωσάν απάτη την ιδέα του ανάγλυφου, που ωστόσο είναι υπαρκτό, καθώς μια έτερη φιγούρα είναι ενσωματωμένη στον πίνακα σα να κοιτά ή απλώς να έγκειται εμπρός του (π.χ. μία σκυφτή μορφή, ένα δέντρο, κ.ά.). Η απόσταση δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ένταξης που προαναφέραμε, η εγγύτητα λειτουργεί διορθωτικά αποκαθιστώντας το πραγματικό. Πίνακες που φέρουν μνήμες 18 ου & 19 ου αι., ρομαντική εικονογράφηση ευρωπαϊκών παραμυθιών, μια έμφαση στην παραδοξότητα μέσα από τον ρεαλισμό κι επίσης ένα γκόθικ βλέμμα, λοξό, από απόσταση, στο πλαισιωμένο όριο του πίνακα. Ένταση κινηματογραφικού τύπου εκλύεται απ’ τους μικρόσωμους αυτούς πίνακες που ομοιάζουν με παγίδες φόβων ή και επιθυμιών, ημερολόγια ονείρων, με μια ανανεωμένη εν ολίγοις γραφή για το ασυνείδητο.
 
 
 
 
 
 
Ο Νίκος Νικολάου αποδεικνύεται ασίγαστος καταλύτης της τεχνικής του, εκλύοντας ριπαία νέες αναφορές και σχέσεις πραγμάτων, εννοιών, αφηγήσεων, χρωμάτων και υλικών.Σα να παραδίδεται, τελικά, το εκάστοτε “κιβώτιο”του, με αποδεκατισμένα μα ολόφρεσκα”κομμάτια και αποσπάσματα”, “γυρεύοντας αίμα και ρίζες”για να θυμηθούμε τον Διονύση Σαββόπουλο, τη “στιχουργική”όχι της αποκατάστασης μα της ερμηνευτικής και αισθητικής του πρόσληψης ως τέτοιο.
Μη αντιστεκόμενη στη ροπή της ερμηνευτικής προσέγγισης παρατηρώ:
Εκπαγλες η αρσενική και η θηλυκή μορφή των κάτωθι ευρισκομένων φωτογραφιών συγκρατούν με την παλάμη στο στόμα τον φόβο η το δέος που τις διαπερνά απο το ακατανίκητο ρίζωμα του δέντρου στο κιβώτιο, στη ζωή. Η ακόμη μπορεί να λειτουργούν ως αφορμές ειρωνίας απο το Δεντρο που, φέροντας γύρω του το μπλέ τ'ουρανού, θεριεύει, αδιαφορώντας για την αιτία του φόβου η το δέος των εγκιβωτισμένων παραληπτών του, η.....η πινελιά τετραγωνισμένη σαν μικρογραφία
κιβωτίου.

Μαίρη Σιδηρά.
 
 
 
 
 
Η ζωγραφική του Νίκου Νικολάου μεταφέρει τις αισθαντικές αναζητήσεις του δημιουργού στην ανίχνευση των επιπέδων γραφής και δράσης.Τα φασματικά του αφαιρετικά "τοπία" της όρασης παρουσιάζονται σαν παλίμψηστες επιφάνειες με κυρίαρχο τον διάλογο φωτός και σκιάς, χρωματικών τόνων και ημιτονίων που εσωτερικά συντονίζονται απο εντάσεις, υφέσεις και αντιπαραθέσεις ρυθμικών σχηματισμών.

Αθηνά Σχινά 

 

 

 

Μαθητής του αξέχαστου Σπύρου Σώκαρη, τα δίσεκτα χρόνια της δικτατορίας, σ΄ενα τοπίο
ποτισμένο από το Αβέβαιο, τράβηξε τον μοναχικό του δρόμο, στο σπαρμένο με αγκάθια και
παπαρούνες χωράφι της τέχνης. Χωρίς σπουδάγματα και βαρύγδουπους τίτλους, τι να τους κάνει άλλωστε, μορφοποιεί την αναγκαιότητα για έκφραση, με την συνέπεια και την εργατικότητα που ο "ξωμάχος" παλεύει με τη γή του.
Το χρώμα της παλέττας του... έντονο... μιά λάβα που μας κατακαίει.Μεσ΄απ΄αυτό το χαοτικό γίγνεσθαι, πυργώνεται η Αλήθεια του άγρια και καταλυτική.
Εξω από κομφόρμες και άλλα συναφή ψυμμίθια, ο Νικολάου αποκαλύπτει τις πίσω απ΄τα
φαινόμενα, συντελούμενες γεννεσιουργές διεργασίες.
Η ανθρώπινη παρουσία επιμελώς υποδηλώνεται απόμακρη διατηρώντας έτσι την ικμάδα της ζωής.Άλλοτε πάλι δειλά-δειλά τα ίδια τα
στοιχεία πλάθουν την ύπαρξη μας.
"Θέλει αρετήν και τόλμην" 'εγραφε ο ποιητής για την Ελευθερία. Μήπως δεν χρειάζεται "Τόλμην και Αρετήν" η οδυνηρή πορεία του καλλιτέχνη;
Και ο Νικολάου και τόλμη και αρετή διαθέτει.Γνωρίζω δε πολύ καλά, με πόσην επίγνωση
τα δύσκολα περάσματα του Νού και της Καρδιάς τολμά και πραγματώνει. Αυτό είναι που τον διαφοροποιεί απο τους λεγόμενους "Ζωγράφους της Κυριακής" και απο τους "Συλλέκτες Παπύρων".
Στήν πλακάτη ζωή μας, αξίζει να αισθανόμαστε την ζεστή Ανάσα της Τέχνης

Διονύσης Γερολυμάτος